- ἀποσκληρύνει
- ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνωhardenaor subj act 3rd sg (epic)ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνωhardenpres ind mp 2nd sgἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνωhardenpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.