ἀποσκληρύνει

ἀποσκληρύνει
ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω
harden
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω
harden
pres ind mp 2nd sg
ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω
harden
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποσκληρύνω — και αποσκληραίνω υνα, ύνθηκα, υμμένος, κάνω κάτι σκληρό, ή κάποιον σκληρόκαρδο, άσπλαχνο: Η φτώχεια κι οι ταλαιπωρίες που γνώρισε τον είχαν αποσκληρύνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”